- όροβος
- ο бот. вика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄροβος — bitter vetch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όροβος — ο (Α ὄροβος) βοτ. λόγια ονομασία τού ετήσιου κτηνοτροφικού φυτού όροβος ο κοινός, που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια φαβίδες, καθώς και τού καρπού του, το ρόβι αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄροβοι τα σπέρματα τού παραπάνω φυτού… … Dictionary of Greek
ὀρόβοιο — ὄροβος bitter vetch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβοις — ὄροβος bitter vetch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβοισι — ὄροβος bitter vetch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβοισιν — ὄροβος bitter vetch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβου — ὄροβος bitter vetch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβους — ὄροβος bitter vetch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβων — ὄροβος bitter vetch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβῳ — ὄροβος bitter vetch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄροβοι — ὄροβος bitter vetch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)